συνοδικοῦ

συνοδικοῦ
συνοδικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνοδικάρης — ο, Ν ο αρμόδιος για τον ευτρεπισμό τού συνοδικού, τής αίθουσας συνεδριάσεων τής συνόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοδικό «η αίθουσα συνεδριάσεων τής Ιεράς Συνόδου» + κατάλ. άρης (πρβλ. λυρ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • συνοδικάριος — ὁ, Μ γραμματέας ή πρωτοσύγκελος συνοδικού αρχιεπισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοδικός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνισμός — Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Βουλγαρίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1945 με την έκδοση σχετικού συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ το 1953 με νεότερο συνοδικό τόμο ανυψώθηκε σε πατριαρχείο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 3.250… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που εδρεύει στο Παρίσι.Ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Περιλαμβάνει,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη που ιδρύθηκε το 1963 με την έκδοση Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται. Με τον νόμο 222/24 10 1974 του ομόσπονδου γερμανικού κρατιδίου της… …   Dictionary of Greek

  • Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • Νέας Ζηλανδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησσίας που εδρεύει στο Γουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ιδρύθηκε το 1970 με την έκδοση του Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • συνοδικός μήνας — (Αστρον.). Ο χρόνος μεταξύ δύο διαδοχικών συνόδων της Σελήνης με τον Ήλιο. Η διάρκεια του συνοδικού μήνα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 29 ημ., 12 ώρες, 44 λεπτά, 2,8 δευτερόλεπτα, ή 29,531 ημέρες. Εξαιτίας όμως της εκκεντρότητας της σεληνιακής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”